- κορυδούς
- κορυδόςlarkfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορύδους — Κόρυδος lark masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύδους — κόρυδος lark masc acc pl κορυδός lark fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυδος — και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α) ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα δο (πρβλ. λύγ δο ς, ράβ δο ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της… … Dictionary of Greek